- υποθυμιώ
- -άω, ΜΑπαράγω καπνό καίγοντας θυμίαμα, κυρίως για θεραπευτικούς σκοπούς, υποκαπνίζωαρχ.1. παράγω πυκνό καπνό2. προσδίδω σε κάτι ευχάριστη μυρωδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + θυμιῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυμιώ — θυμιῶ, άω (Α) 1. καίω έτσι ώστε να παράγω καπνό («θυμιῶ τὴν στύρακα», Ηρόδ.) 2. θυμιάζω, καίω θυμίαμα 3. καπνίζω κάτι για απολύμανση 4. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 5. παθ. θυμιῶμαι, άομαι α) καίομαι β) μεταβάλλομαι σε καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμ ιώ … Dictionary of Greek
υποθυμίαμα — άματος, και ιων. τ. ὑποθυμίημα, ήματος, τὸ, Α [ὑποθυμιῶ] υποκαπνισμός … Dictionary of Greek
υποθυμίαση — η / ὑποθυμίασις, άσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποθυμίησις, ήσεως, Α [ύποθυμιῶ] ο υποκαπνισμός μσν. παραγωγή καπνού με την καύση αρωματικών θυμιαμάτων … Dictionary of Greek
υποθυμιάζω — Α ὑποθυμιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θυμιάζω, μτγν. τ. τού θυμιῶ] … Dictionary of Greek